|
{Από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου}Τη μισώ και τη σιχαίνομαι. Στο όνομα του έρωτα καταστρέφονται οι ψυχές. Θυσίασα τη ζωή μου στο πάθος. Εκπλήρωσα την καταστροφή μου. Χωρίς αμφιβολία έχει κακιά καρδιά, αρέσκεται να με βασανίζει. Πότε εμφανίστηκε με το ανάλαφρο κεφάλι της κάτω από το κορμί μου; Θέλει να είμαι ένα φάντασμα, να σέρνομαι περικυκλωμένος από τις λέξεις μου. Εμένα που τη λάτρεψα όσο κανείς, που πένθησα εμπρός στο βωμό της λατρείας μου. Δεν τίμησε ούτε τα ιερά δεσμά του γάμου μας. Με απατά. Σίγουρα με απατά μ’ ένα συγκεκριμένο εραστή που επινόησα μέσα στο πέλαγος των προεκτάσεών μου, ίσως με απατά και με περισσότερους που παραβλέπω. Το μίσος μου γίνεται κραυγαλέο και ανυπόφορο όταν αντιλαμβάνομαι πόσο εξαρτημένος, πόσο αγκιστρωμένος είμαι πάνω της όπως η πέτρα στο βυθό, όπως η σελήνη στο φωτεινό θόλο των άστρων. Κολλημένος στο κορμί της που δεν το χορταίνω από μια βάναυση, σαρκική απληστία. Ω, το κορμί της! Εθισμένος στο γλυκό ναρκωτικό του, στους τάφους της αφής του, στη στραγγισμένη, χαρμόσυνη μυρωδιά του. Μα δεν θα το εξαγνίσω, όπως οι αφελείς που ερωτεύονται με τα μάτια κλειστά. Εγώ ερωτεύθηκα με τα χέρια ψηλά, παραδόθηκα άνευ όρων στη φωτιά της. Ήμουν μέσα στον καταρράχτη και ήταν αδύνατο να προσδιορίσω τον ίλιγγο και την ορμή του. Κοίταζα τον εαυτό μου να παρασύρεται, μάλλον αδιάφορα. Έτρεχα πίσω από το φουστάνι της, ξεθεωμένος. Υποταγμένος στο φαιδρό μου πάθος για μια μάγισσα, για μια πλανεύτρα. {...} |