|
{Απόσπασμα από το βιβλίο}Αρνούμαι την ύπαρξη του προσώπου. Αρνούμαι το πρόσωπό μου. Πρόκειται, αναντίρρητα, για παράνοια, μα δεν είμαι σε θέση να ταυτιστώ με τη μορφή που το κάτοπτρο απεικάζει. Ποιος όρισε το σχήμα, την έκφραση, τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών; Ποιος αποφάσισε να έχω το συγκεκριμένο είδωλο; Ποιος είναι τούτος ο αντιπαθής, άληπτος πρωτόγονος που βλέπω στον καθρέπτη; Αγγίζω σαν εξερευνητής τα μάτια, τη μύτη, τα χείλη, τα αυτιά. Με την αφή εξακριβώνω την ανατομία ενός αγνώστου, ενός αγροίκου. Δε συμβιβάζομαι με το πρόσωπο, είναι παράταιρο, ξένο προς την ουσία μου. Δεν αποδέχομαι το αφύσικο, ρευστό μόρφωμα που ανακύπτει από την τυχαία σύμμειξη ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου. Το πρόσωπο είναι αφόρητο, το πρόσωπο δεν είναι αστείο. Θυμάμαι πως η πρώτη επαφή, η πρώτη γνωριμία με το πρόσωπό μου, είχε συνοδευτεί από βαθιά έκπληξη, δεν καταλάβαινα τί είχε συμβεί και το κοίταζα σαν χαμένος. Επέμεινα να το κοιτάζω, μα ήταν αδύνατον να εξοικειωθώ. Και από τότε, κάθε φορά που το αντικρίζω, μουδιάζω από υποδόριο φόβο, από λανθάνουσα φρίκη. Μια άγνωστη σκιά μες στο σκοτάδι. Υποπτεύομαι πως κάποιος ύπουλος δαίμονας με έχει μεταμφιέσει σε αδιάπλαστο ζώο, σε συνονθύλευμα ζώων. Κατασκοπεύω τα γένια καθώς αθόρυβα ξετρυπώνουν. Τις κόρες των ματιών που συστέλλονται και διαστέλλονται, έρμαια και πηγές του φωτός. Τα πυκνά σάλια που γλιστράνε στη γλώσσα. Την περίεργη διάταξη των δοντιών. Τα μακρουλά αυτιά στα οποία αναφύονται μικροσκοπικές τρίχες. Δεν όρισα κανένα από αυτά τα μέρη του σώματός μου και ούτε άλλο κανένα, μήτε η υποτιθέμενη βούλησή μου αποφάσισε για το σχήμα της ύλης μου. Έχω καταδικαστεί αυθαίρετα στη φθορά. Δεν επέλεξα το βάναυσο πορτραίτο που το πρόσωπο αντανακλά. Υποτίθεται πως καθορίζω τις κινήσεις του σώματος, αλλά αδυνατώ να ελέγξω τις πολυάριθμες, συναρμοσμένες κινήσεις που εξελίσσονται εντός του, να ανακόψω τη λειτουργία του. Μεταξύ σεβασμού και τρόμου, αντιλαμβάνομαι την υποταγή του σώματος στο Νόμο, όταν το σώμα κοιμάται και την επικράτηση ή την κατάργηση του Νόμου, όταν το σώμα αποσυντίθεται. Αρνούμαι το σώμα και τις ακατάληκτες αλλαγές του, τις ατιμωτικές αλλοιώσεις. Το σώμα αποκτά διαρκώς διαφορετικές μορφές, τα χέρια μακραίνουν, το σαγόνι στρογγυλεύει, οι ώμοι κυρτώνουν, η κοιλιά πλαδαρεύει και πρέπει να ανέχομαι στωικά τα καπρίτσια του. Πρέπει να υπομένω τις ακαθαρσίες του, τις αηδιαστικές εκκρίσεις των υγρών του, την αποφορά των περιττωμάτων του. Να παραδίνομαι στις αιφνίδιες αδιαθεσίες του, στις παροδικές εξαντλήσεις, στις εξευτελιστικές ασθένειες. Το πιο εξοργιστικό είναι πως πρέπει να εξομοιώνομαι με μια ζωώδη, ακατάπαυστα, μεταλλασσόμενη μορφή {...} |