Θα περπατήσω πάλι στους ίδιους δρόμους,
στην ίδια πολιτεία ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος,
θα έχω το ίδιο πρόσωπο μα κανείς
δε θα με αναγνωρίζει
και κανείς δεν θα ξέρει πως έζησα σε αυτό το σπίτι,
στης συνοικίας την άκρη
Θα βλέπω χαρούμενος τη φρέσκια μπογιά
και τα καινούργια κεραμίδια στις στέγες,
τον ίδιο, αδύναμο ήλιο
να ανασηκώνεται πάνω από τις χιονισμένες κορφές,
μα θα έχω και στεναχώρια που κανένας γνωστός
πια δε ζει
και άνθρωπος δε μου λέει καλημέρα
ούτε τα παιδιά που παίζουν, ούτε οι γέροι που κοιτούν
και που στα κουδούνια, ονόματα γνώριμα
δεν είναι γραμμένα
Και όμως είναι η ίδια πολιτεία που μεγάλωσα,
με ελπίδα χαράξαμε κάποτε αυτούς τους δρόμους
και χτίσαμε σπίτια όμορφα που τραγουδούν
τα μυστικά μας
χωρίς ποτέ να ομολογήσουμε
Πέφτει το βράδυ παγερό και σαν όλοι το φάντασμα
να φοβάστε,
τους δρόμους έρημους αφήσατε
τρυπωμένοι στη θαλπωρή των ζεστών δωματίων,
στου ύπνου το σπλαχνικό ψέμα
Τριγυρνώ παγωμένος ανάμεσα στα ψηλά δέντρα,
στους δρόμους που κάποτε μεγάλωσα γρήγορα,
μα δεν είναι πια το σπίτι μου εδώ,
δεν κατοικώ
τη γενέθλια πολιτεία που απέραντα αγαπώ
Έρημος στην καταχνιά γυρνώ όλη τη νύχτα,
κρυώνει το σώμα μου και κλαίει η ψυχή μου
για τη Μοναξιά του Χρόνου
του Χρόνου
μακριά από τους ανθρώπους