«Ω! Η θάλασσα!»
μαζεύονταν οι άνθρωποι και την κοιτούσαν περίεργοι
«Ώστε υπάρχει!»
συνωστίζονταν ωσάν μια ανάμνηση ξεθωριασμένη
να τους παρακινούσε να εγερθούν
εμπρός στη θάλασσα
που την είχαν ξεχάσει, που είχαν πάψει να πιστεύουν
πως υπάρχει
και στέκονταν έκπληκτοι, με ψυχή λειψή
εμπρός σε ό,τι είχαν χάσει
και σαν η υπόλοιπη ζωή, όλες οι προσπάθειες
και οι πράξεις
να είχαν χάσει κάθε νόημα και κάθε ανάγκη
Και δεν κοιτούσαν ο ένας τον άλλον παρά μόνον
την απροσδόκητη θάλασσα
που είχαν να δουν από παιδιά, που είχαν πάψει
να αναζητούν
Ποιος τους ξύπνησε καταμεσής του βίου
και τους έδειξε καθαρά
πως η θάλασσα υπάρχει
και πως ό,τι έζησαν ήταν σαν ένα όνειρο χάρτινο,
κυνικό
κι έμοιαζε πολύ ανθρώπινο, πολύ ανελεύθερο
εμπρός στη θάλασσα
Tους χάιδευε όλους με σιωπή,
ο Ανεπίστρεπτος Χρόνος