Στο σκοτεινό, άδειο κοιτώνα χορεύουν οι σκιές,
γυμνόστηθες, με κινήσεις αργές
φανερώνοντας νοήματα, αινίγματα και υποστάσεις
που το λαμπρό φως και η χρυσαυγή αδυνατούν
την αλήθεια τους να συλλάβουν
Δείχνουν ψυχές αλάτρευτες που αρέσκονται
στα μισοσκόταδα να κολυμπούν,
ψυχές που ακροβατούν μεθυσμένες στο βελούδινο κενό,
ψυχές που μονάζουν στο βάθος ενός προσώπου
Λαθραία κάποτε σαλεύουν οι χορεύτριες σκιές
και παράξενα όντα προσκαλούν
στους γυμνούς τοίχους
απελπισμένες καθώς αποζητούν μια εξιλαστήρια μορφή,
τη σάρκα και το αίμα,
ενός δράκου, ενός φαντάσματος, μιας γοργόνας
Και ύστερα καθώς ο άνεμος δυναμώνει,
σα μανιασμένες πασχίζουν στο γύψινο θίασο
να γατζωθούν, να ξαποστάσουν,
υστερικά χειρονομώντας σαν μάνες που θρηνούν,
σαν αερικά που χάνονται με το πρώτο φως της ημέρας
Τότε μόνο, όταν οι σκιές δε θέλουν να είναι σκιές,
αχνοδείχνουν μυστικά της μοίρας μας το Σχέδιο,
θλιβερό και ασυνάρτητο,
να μοιάζει με την αιωνιότητα των στιγμών,
με των εραστών το πένθιμο αγκάλιασμα
Και έτσι καθώς στεκόμαστε έξω από τη ζωή,
μακριά από την άμετρη λάμψη,
παρακολουθούμε άναυδοι τις χορεύτριες σκιές
να παίρνουν τη μορφή της ψυχής μας,
να θέλει να μιλήσει και να μένει σιωπηλή,
να μην έχει στήριγμα να υπάρξει