Θα έχω απαγγείλει τη σιωπή, πριν το τέλος των λέξεων,
ένδοξος με τη ρομφαία των αγγέλων, βαθιά ευτυχής˙
θα έχω πιεί το νερό των νεκρών και στις φλέβες μου θα
ρέει
η άσβεστη λάβα, θα έχω τον πόνο σας ξεχάσει
σε ένα άλογο επάνω, με τα άστρα να πυρακτώνουν
το κεφάλι μου
Θα έχω περιφρονήσει τον οίστρο των ποιητών, τη σπουδή
των φιλοσόφων, τη μανία και τη φρίκη των εραστών
Δε θα έχω λόγια για να πω, πράξεις για να κάνω,
θα είμαι άχρηστος όπως το άνθος, όπως ο Μεγάλος Θεός
Δε θα έχω καθήκον, δε θα έχω βάρος,
δε θα μου καίγεται καρφί για την ανθρωπότητα και για
τα πάθη της
Θα περπατώ στου ονείρου τον κήπο, με τα προνόμια
των αθανάτων,
δε θα θέλω τα καμώματα της σάρκας, του πνεύματος
τις παγίδες, τη μικρότητα της χαιρέκακης ψυχής
Θα έχω ζήσει το θάνατο, θα έχω πεθάνει αμέτρητες φορές
και δε θα έχω λέξεις, δε θα έχω σκοπό, δε θα έχω όνομα
Θα είμαι ελεύθερος από τη σκιά μου, θα έχω τον έρωτα
περιγελάσει
Θα έχω φτερά που δε θα μου χρειάζονται
Και σαν το Σωκράτη, τον κόκορα θα επιστρέψω,
έτσι που χρέος να μην έχω στους ανθρώπους και οι άνθρωποι
εύκολα να με ξεχάσουνε˙ τίποτε δε θα χρωστώ,
μήτε θα μου χρωστούνε, θα είμαι και δε θα είμαι˙
θα έχω στα σύννεφα αράξει και δε θα με νοιάζει
τι κάνετε ή πώς περνάτε