Θεϊκές είναι οι γνώσεις μου και ας έχω ξεπέσει
στο γένος των ανθρώπων, η πάναγνη δύναμη
με προστατεύει των αγαθών δαιμόνων και η σάρκα
ας μ’ έχει αποκάμει, έχω το Ρόδο και το Σπαθί
ακόμα και τώρα που οι ουρανοί μ’ έχουν λησμονημένο
κι έχω απαρνηθεί˙ στα φθαρτά δεν έχω συγγενείς
και όλα στη γη υποχείρια είναι του αδηφάγου χρόνου,
που εδέησε να γεννηθώ σε ξένη, αφιλόξενη χώρα,
με ξένους να ζω, σα να μην ήμουν ποτέ αθάνατος,
σα να μην ήμουν ποτέ βασιλιάς και η καταγωγή μου
άσημη να ήταν˙ ως πότε οι άτεγκτοι Θεοί
με τον πόνο μου θα παίζουν, με το πάθημά μου
θα γελούν; δε φτάνει η τιμωρία, που μόνος μου διάλεξα,
τα άυλα ν’ αφήσω και στα ευτελή να διασύρω
την άφθορή μου φύση; δε φτάνει που είμαι άνθρωπος
και όλα των ανθρώπων ισότιμα υποφέρω πάθη;
Δεν ξέρω πια, κανένα δε μου φανερώνεται σημάδι,
μήτε αν θα γυρίσω, μήτε αν το αξίζω να γυρίσω,
τώρα που η ψυχή μου από την κακία έχει σμικρυνθεί,
τώρα που ότι θείο μέσα μου υπάρχει, με το χώμα
και με τη φιλαυτία, οι Δαίμονες έχουν αποκοιμίσει