Α
Ρόδο του πάθους, ρόδο του πένθους,
κορμί στιλπνό και δοξασμένο, κορμί γέρικο,
παρατημένο, φλόγα που ανάβει και σβήνει,
σαν τη ζωή γοργά περνάς˙ και αν οι ημέρες
είναι μακριές και ο χρόνος με πρόσωπο κουρασμένο,
στα στήθη πως φουσκώνει η ψυχή μου,
πως ανθίζει το αγκάθι στον αγρό;
Α! Φριχτός από τη θλίψη, περπατώ στους δρόμους
και φωνάζω με μίσος δυνατό στους ουρανούς
μια κατάρα, μια ευχή, μια ικεσία˙ ποια δύναμη
μεγάλη κρύβω μέσα μου δεν ξέρω, ποιο χρέος
ξεπληρώνω ή υποφέρω, ποια σκέψη αλαζονική
στο σπουργίτι δίνει φτερά έτσι που αετό τον εαυτό του
λογαριάζει; Είναι σοφή η νύχτα και η ημέρα ηλίθια,
οι γνώσεις μου όλες άχρηστες είναι και γελοίες,
η ηλικία μου δεν κέρδισε την πείρα, η ηλικία μου
του παιδιού απώλεσε την αφέλεια
Ώρες ακίνητος κοιτάζω ένα λουλούδι, τα φύλλα,
τα χρώματά του, κοιτάζω τα έντομα καθώς κινούνται
αστεία από το χέρι μου να γλιτώσουν, κοιτάζω το χέρι μου
σαν έναν κόσμο άγνωστο, που δεν μπορώ να πιστέψω
Β
Ρόδο του πάθους, ρόδο του πένθους,
ευτυχία που δε ξαναγυρίζει, μνήμη
που δε ξαναζεί˙ τι και αν η φρίκη
μας έδινε χαρά, τι και αν η θλίψη
ήταν ο τροχός προς μια ζωή ανώτερη;
οι γνώστες μας οδήγησαν στην πλάνη
και οι βέβηλοι ιερείς στην απιστία
όμως πες μου: υπάρχει Θεός χωρίς ιεροσυλία,
υπάρχει έρωτας χωρίς δυστυχία;
η λήθη και αν γιάτρεψε την πληγή
και αν η τύφλωση μας λύτρωσε από την άγνοια,
δεν έχουμε στέγη, δεν έχουμε πατρίδα,
είμαστε άγνωστοι, που δε γνωρίζουμε, σε ξένη γη
Ρόδο του πάθους, ρόδο του πένθους,
γιατί σκορπάς τη μέθη και την ευωδία,
οι ουρανοί μας φτύνουν και ο Θεός δεν μας πονά,
ούτε ο θάνατος δεν είναι για εμάς η σωτηρία